νεκρολούλουδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νεκρολούλουδο | τα | νεκρολούλουδα |
| γενική | του | νεκρολούλουδου | των | νεκρολούλουδων |
| αιτιατική | το | νεκρολούλουδο | τα | νεκρολούλουδα |
| κλητική | νεκρολούλουδο | νεκρολούλουδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεκρολούλουδο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
νεκρολούλουδο ουδέτερο
- λουλούδι τάφου, μνήματος ή προσφοράς-αφιερώματος σε νεκρό
- ο ασφόδελος
Μεταφράσεις
νεκρολούλουδο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.