φρούτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρούτο τα φρούτα
      γενική του φρούτου των φρούτων
    αιτιατική το φρούτο τα φρούτα
     κλητική φρούτο φρούτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διάφορα φρούτα σε μανάβικο.

Ετυμολογία

φρούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική frutto < λατινική fructus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος fruor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰruHg-: χρησιμοποιώ, απολαμβάνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfru.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρούτο

Ουσιαστικό

φρούτο ουδέτερο

  1. ο βρώσιμος καρπός οπωροφόρου φυτού
     δείτε και τη λέξη καρπός
  2. (αργκό, μεταφορικά) άτομο με παράδοξη προσωπικότητα ή μια νέα συνήθεια

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

  • άλλο φρούτο κι αυτό
  • καινούριο φρούτο!
  • παίφτω σαν ώριμο φρούτο
  • τι φρούτο είναι αυτός/αυτή
  • τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα;
  • ώριμο φρούτο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.