νεκροφιλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκροφιλία οι νεκροφιλίες
      γενική της νεκροφιλίας των νεκροφιλιών
    αιτιατική τη νεκροφιλία τις νεκροφιλίες
     κλητική νεκροφιλία νεκροφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεκροφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécrophilie < nécro- + -philie < νεκρο- + -φιλία[1]

Ουσιαστικό

νεκροφιλία θηλυκό

  1. έλξη προς αναίσθητους ανθρώπους, που βρίσκονται σε κωματώδη κατάσταση ή νεκρούς
  2. συνουσία με νεκρούς[1]
  3. (μεταφορικά) προσήλωση σε ξεπερασμένες και παρωχημένες ιδέες και αντιλήψεις

Συνώνυμα

  • νεκρολαγνεία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.