μεταστάς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταστάς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταστάς ουσιαστικοποιημένο αρσενικό

Ουσιαστικό

μεταστάς αρσενικό (θηλυκό μεταστάσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μεταστάς)

  • (λόγιο) που έχει πεθάνει
    η οικογένεια του μεταστάντος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μεταστᾱ́ς μεταστᾶσ τὸ μεταστᾰ́ν
      γενική τοῦ μεταστᾰ́ντος τῆς μεταστᾱ́σης τοῦ μεταστᾰ́ντος
      δοτική τῷ μεταστᾰ́ντ τῇ μεταστᾱ́σ τῷ μεταστᾰ́ντ
    αιτιατική τὸν μεταστᾰ́ντ τὴν μεταστᾶσᾰν τὸ μεταστᾰ́ν
     κλητική ! μεταστᾱ́ς μεταστᾶσ μεταστᾰ́ν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μεταστᾰ́ντες αἱ μεταστᾶσαι τὰ μεταστᾰ́ντ
      γενική τῶν μεταστᾰ́ντων τῶν μεταστᾱσῶν τῶν μεταστᾰ́ντων
      δοτική τοῖς μεταστᾶσῐ(ν) ταῖς μεταστᾱ́σαις τοῖς μεταστᾶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς μεταστᾰ́ντᾰς τὰς μεταστᾱ́σᾱς τὰ μεταστᾰ́ντ
     κλητική ! μεταστᾰ́ντες μεταστᾶσαι μεταστᾰ́ντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεταστᾰ́ντε τὼ μεταστᾱ́σ τὼ μεταστᾰ́ντε
      γεν-δοτ τοῖν μεταστᾰ́ντοιν τοῖν μεταστᾱ́σαιν τοῖν μεταστᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'στάς' όπως «στάς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

μεταστάς, μεταστᾶσα, μεταστάν

Ρηματικός τύπος

μεταστάς

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.