μακαρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μακαρίτης οι μακαρίτες
& μακαρίτηδες
      γενική του μακαρίτη των μακαριτών
& μακαρίτηδων
    αιτιατική τον μακαρίτη τους μακαρίτες
& μακαρίτηδες
     κλητική μακαρίτη μακαρίτες
& μακαρίτηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακαρίτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μακαρίτης

Ουσιαστικό

μακαρίτης αρσενικό (θηλυκό: μακαρίτισσα)

  • ο πεθαμένος· χαρακτηρισμός, αναφορά σε άνθρωπο που έχει αποβιώσει (λέγεται συνήθως με συμπάθεια ή ευχετικά)
    Να σ' άκουγε τώρα ο μακαρίτης ο πατέρας σου, θα έσκαγε από το θυμό του!

Συνώνυμα

ουσιστικοποιημένα:

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • στις εννιά του μακαρίτη (άλλος μπήκε/μπαίνει μες' στο σπίτι)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.