mort

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
mort morts

Προφορά

 

Ουσιαστικό

mort (fr) αρσενικό

Il y a eu un mort et deux blessés. Υπήρξε ένας νεκρός και δύο τραυματίες.

 δείτε τη λέξη  cadavre, corps, macchabée

Αντώνυμα

Ουσιαστικό

mort (fr) θηλυκό

Mise à mort. Θανάτωση, εκτέλεση.
Mort douce. Γλυκός θάνατος.
Mort violente. Βίαιος θάνατος.

 δείτε τη λέξη  trépas

Αντώνυμα

Επίθετο

mort (fr) αρσενικό

  1. νεκρός, πεθαμένος, ψόφιος
    Il est mort sur le champ de bataille. Σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης.

     δείτε τη λέξη  décédé, défunt

  2. σβησμένος
    Le feu est mort. Η φωτιά έσβησε.

     δείτε τη λέξη  éteint

Αντώνυμα

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

mort (ro)

  1. πεθαμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.