νεκρόφιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεκρόφιλος η νεκρόφιλη το νεκρόφιλο
      γενική του νεκρόφιλου της νεκρόφιλης του νεκρόφιλου
    αιτιατική τον νεκρόφιλο τη νεκρόφιλη το νεκρόφιλο
     κλητική νεκρόφιλε νεκρόφιλη νεκρόφιλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεκρόφιλοι οι νεκρόφιλες τα νεκρόφιλα
      γενική των νεκρόφιλων των νεκρόφιλων των νεκρόφιλων
    αιτιατική τους νεκρόφιλους τις νεκρόφιλες τα νεκρόφιλα
     κλητική νεκρόφιλοι νεκρόφιλες νεκρόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νεκρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécrophile < nécrophilie < (αναδρομικός σχηματισμός) νεκροφιλ(ία) + -ος[1], μορφολογικά αναλύεται νεκρό- + -φιλος

Προφορά

ΔΦΑ : /neˈkro.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεκρόφιλος

Επίθετο

νεκρόφιλος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα) που νιώθει σεξουαλική διέγερση από την επαφή με σώματα νεκρὠν ή γενικότερα από ό,τι έχει σχέση με το θάνατο
  2. που αναφέρεται σε αυτού του είδους τη σεξουαλική διαταραχή
    νεκρόφιλη επιθυμία

Ουσιαστικό

νεκρόφιλος αρσενικό

  • εκείνος που νιώθει σεξουαλική διέγερση από την επαφή με σώματα νεκρὠν ή γενικότερα από ό,τι έχει σχέση με το θάνατο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.