αποθανών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθανών
& αποθανόντας
η αποθανούσα το αποθανόν
      γενική του αποθανόντος
& αποθανόντα
της αποθανούσας
& αποθανούσης*
του αποθανόντος
    αιτιατική τον αποθανόντα την αποθανούσα το αποθανόν
     κλητική αποθανών
& αποθανόντα
αποθανούσα αποθανόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθανόντες οι αποθανούσες τα αποθανόντα
      γενική των αποθανόντων των αποθανουσών των αποθανόντων
    αιτιατική τους αποθανόντες τις αποθανούσες τα αποθανόντα
     κλητική αποθανόντες αποθανούσες αποθανόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποθανών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποθανών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀποθνῄσκω <  δείτε τη λέξη θνῄσκω
Και (ουσιαστικοποιημένο).

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.θaˈnon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποθανών

Μετοχή

αποθανών, -ούσα, -όν

  1. (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος αποθνήσκω: ο πεθαμένος
    άλλες μορφές: αποθανόντας
  2. (σύμβολο) πριν ή μετά από όνομα νεκρού

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.