ψόφιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψόφιος η ψόφια το ψόφιο
      γενική του ψόφιου της ψόφιας του ψόφιου
    αιτιατική τον ψόφιο την ψόφια το ψόφιο
     κλητική ψόφιε ψόφια ψόφιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψόφιοι οι ψόφιες τα ψόφια
      γενική των ψόφιων των ψόφιων των ψόφιων
    αιτιατική τους ψόφιους τις ψόφιες τα ψόφια
     κλητική ψόφιοι ψόφιες ψόφια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψόφιος < ψοφ(ώ) + -ιος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpso.fços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψόφιος

Επίθετο

ψόφιος -ια -ιο

  1. (για ζώα) νεκρός
  2. (μεταφορικά) πολύ κουρασμένος
    γύρισα από τη δουλειά ψόφιος
  3. (μεταφορικά) για άνθρωπο ή κατάσταση χωρίς ζωντάνια και ενεργητικότητα, άρα και χωρίς ενδιαφέρον
    πολύ ψόφια τα πράγματα σήμερα

Εκφράσεις

  • κάνω τον ψόφιο κοριό: από φόβο ή αδιαφορία προσποιούμαι ότι δεν με απασχολεί κάτι που γίνεται ή λέγεται και με αφορά

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψόφος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.