ψόφιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψόφιος | η | ψόφια | το | ψόφιο |
| γενική | του | ψόφιου | της | ψόφιας | του | ψόφιου |
| αιτιατική | τον | ψόφιο | την | ψόφια | το | ψόφιο |
| κλητική | ψόφιε | ψόφια | ψόφιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψόφιοι | οι | ψόφιες | τα | ψόφια |
| γενική | των | ψόφιων | των | ψόφιων | των | ψόφιων |
| αιτιατική | τους | ψόφιους | τις | ψόφιες | τα | ψόφια |
| κλητική | ψόφιοι | ψόφιες | ψόφια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpso.fços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψό‐φιος
Επίθετο
ψόφιος -ια -ιο
- (για ζώα) νεκρός
- (μεταφορικά) πολύ κουρασμένος
- ↪ γύρισα από τη δουλειά ψόφιος
- (μεταφορικά) για άνθρωπο ή κατάσταση χωρίς ζωντάνια και ενεργητικότητα, άρα και χωρίς ενδιαφέρον
- ↪ πολύ ψόφια τα πράγματα σήμερα
Εκφράσεις
- κάνω τον ψόφιο κοριό: από φόβο ή αδιαφορία προσποιούμαι ότι δεν με απασχολεί κάτι που γίνεται ή λέγεται και με αφορά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ψόφιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.