νεκροταφείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νεκροταφείο | τα | νεκροταφεία |
| γενική | του | νεκροταφείου | των | νεκροταφείων |
| αιτιατική | το | νεκροταφείο | τα | νεκροταφεία |
| κλητική | νεκροταφείο | νεκροταφεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.kɾo.taˈfi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρο‐τα‐φεί‐ο
Ουσιαστικό
νεκροταφείο ουδέτερο
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
