νεκροκεφαλή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκροκεφαλή οι νεκροκεφαλές
      γενική της νεκροκεφαλής των νεκροκεφαλών
    αιτιατική τη νεκροκεφαλή τις νεκροκεφαλές
     κλητική νεκροκεφαλή νεκροκεφαλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεκροκεφαλή < πρόθημα νεκρο- + ουσιαστικό κεφαλή
νεκροκεφαλή σε πειρατική σημαία

Ουσιαστικό

νεκροκεφαλή θηλυκό

  1. κρανίο (ανθρώπινου) σκελετού, σύμβολο προειδοποίησης για την ύπαρξη θανάσιμου κινδύνου
    το σύμβολο της νεκροκεφαλής σε ένα μπουκάλι με δηλητήριο
  2. (παλαιότερα) σύμβολο των πειρατών
    η σημαία με τη νεκροκεφαλή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.