μηχανή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανή οι μηχανές
      γενική της μηχανής των μηχανών
    αιτιατική τη μηχανή τις μηχανές
     κλητική μηχανή μηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχανή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μηχανή

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.xaˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μηχανή

Ουσιαστικό

μηχανή θηλυκό

  1. (μηχανολογία) κατασκευή με κινητά μέρη που επιτελεί μια συγκεκριμένη εργασία, αυξάνοντας ή αντικαθιστώντας τη μυική δύναμη του ανθρώπου ή των ζώων. Συνήθως, μετατρέπει μια μορφή ενέργειας (π.χ. ηλιακή) σε μια άλλη πιο αποδοτική για ένα έργο (π.χ. κινητική)
     συνώνυμα: μηχάνημα
  2. ο κινητήρας ενός οχήματος
  3. (συνεκδοχικά) το πρώτο όχημα όπου βρίσκεται ο μηχανισμός και που έλκει μια αμαξοστοιχία "δηζελάμαξα" με κινητήρες πετρελαίου = ντίζελ ή "ηλεκτράμαξα" με ηλεκτροκινητήρες έλξης
  4. συνώνυμο του μοτοσικλέτα
  5. (μεταφορικά) οι υπηρεσίες, τα μέσα και οι ομάδες άνθρωπων που λειτουργούν συνολικά και συντονισμένα
    κρατική μηχανή
  6. κάθε μηχανικό μέσο που χρησιμοποιύνταν στο αρχαίο θέατρο, προκειμένου να είναι πιο ρεαλιστική η παράσταση
  7. το πονηρό σχέδιο που καταστρώνεται με σκοπό την εξαπάτηση κάποιου
     συνώνυμα: κόλπο, τέχνασμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

  • -μηχανή Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μηχανή στο Βικιλεξικό

όπως

 

  • μηχανο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μηχανο- στο Βικιλεξικό

όπως

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μηχανή αἱ μηχαναί
      γενική τῆς μηχανῆς τῶν μηχανῶν
      δοτική τῇ μηχαν ταῖς μηχαναῖς
    αιτιατική τὴν μηχανήν τὰς μηχανᾱ́ς
     κλητική ! μηχανή μηχαναί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μηχανᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  μηχαναῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχανή < άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

μηχανή θηλυκό

  1. μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν για την ανύψωση βαρών
  2. πολεμική ή θεατρική μηχανή
  3. πανούργο σχέδιο ή τέχνασμα, δόλος

Εκφράσεις

  • πάσῃ μηχανῇ : με κάθε τρόπο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.