μηχανή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηχανή | οι | μηχανές |
| γενική | της | μηχανής | των | μηχανών |
| αιτιατική | τη | μηχανή | τις | μηχανές |
| κλητική | μηχανή | μηχανές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηχανή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μηχανή
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.xaˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χα‐νή
Ουσιαστικό
μηχανή θηλυκό
- (μηχανολογία) κατασκευή με κινητά μέρη που επιτελεί μια συγκεκριμένη εργασία, αυξάνοντας ή αντικαθιστώντας τη μυική δύναμη του ανθρώπου ή των ζώων. Συνήθως, μετατρέπει μια μορφή ενέργειας (π.χ. ηλιακή) σε μια άλλη πιο αποδοτική για ένα έργο (π.χ. κινητική)
- ο κινητήρας ενός οχήματος
- (συνεκδοχικά) το πρώτο όχημα όπου βρίσκεται ο μηχανισμός και που έλκει μια αμαξοστοιχία "δηζελάμαξα" με κινητήρες πετρελαίου = ντίζελ ή "ηλεκτράμαξα" με ηλεκτροκινητήρες έλξης
- συνώνυμο του μοτοσικλέτα
- (μεταφορικά) οι υπηρεσίες, τα μέσα και οι ομάδες άνθρωπων που λειτουργούν συνολικά και συντονισμένα
- ↪ κρατική μηχανή
- κάθε μηχανικό μέσο που χρησιμοποιύνταν στο αρχαίο θέατρο, προκειμένου να είναι πιο ρεαλιστική η παράσταση
- το πονηρό σχέδιο που καταστρώνεται με σκοπό την εξαπάτηση κάποιου
Εκφράσεις
- από μηχανής θεός: για πρόσωπο που δίνει λύση ή βοήθεια απροσδόκητα
Συγγενικά
- μηχανεύομαι
- μηχάνημα
- μηχανητός
- μηχανικά
- μηχανική
- μηχανικισμός
- μηχανικός
- μηχανισμός
- μηχανιστικός
- μηχανώδης
Σύνθετα
όπως
όπως |
Μεταφράσεις
μηχάνημα
το πονηρό σχέδιο
Πηγές
- μηχανή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μηχανή | αἱ | μηχαναί |
| γενική | τῆς | μηχανῆς | τῶν | μηχανῶν |
| δοτική | τῇ | μηχανῇ | ταῖς | μηχαναῖς |
| αιτιατική | τὴν | μηχανήν | τὰς | μηχανᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | μηχανή | μηχαναί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηχανᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μηχαναῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηχανή < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
μηχανή θηλυκό
- μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν για την ανύψωση βαρών
- πολεμική ή θεατρική μηχανή
- πανούργο σχέδιο ή τέχνασμα, δόλος
- δωρικός τύπος : μαχανά
Εκφράσεις
- πάσῃ μηχανῇ : με κάθε τρόπο
Συγγενικά
- Λέξεις με -μηχαν- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- μηχανή - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- μηχανή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μηχανή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.