μοτοσικλέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοτοσικλέτα οι μοτοσικλέτες
      γενική της μοτοσικλέτας των μοτοσικλετών
    αιτιατική τη μοτοσικλέτα τις μοτοσικλέτες
     κλητική μοτοσικλέτα μοτοσικλέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοτοσικλέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική motocyclett(e) + κατάληξη θηλυκού , με επίθημα -έτα. Δείτε και cycle (κύκλος).[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.to.siˈkle.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοτοσικλέτα

Ουσιαστικό

μοτοσικλέτα θηλυκό και μοτοσυκλέτα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.