αμαξοστοιχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμαξοστοιχία | οι | αμαξοστοιχίες |
| γενική | της | αμαξοστοιχίας | των | αμαξοστοιχιών |
| αιτιατική | την | αμαξοστοιχία | τις | αμαξοστοιχίες |
| κλητική | αμαξοστοιχία | αμαξοστοιχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.