دستگاه

Οθωμανικά τουρκικά (ota)

Ετυμολογία

دستگاه < περσική دستگاه

Ουσιαστικό

دستگاه (dastgāh)

  1. μηχανή
  2. πάγκος πωλήσεων
  3. πάγκος εργασίας
  4. αργαλειός



Περσικά (fa)

Ετυμολογία

دستگاه < دست (dast) + گاه (-gāh)

Ουσιαστικό

دستگاه (fa) (dastgāh)

  1. μηχανή
  2. μηχανισμός
  3. συσκευή
  4. σύστημα
  5. (μουσική) τροπικό σύστημα της κλασικής περσικής μουσικής
  6. πάγκος πωλήσεων
  7. πάγκος εργασίας
  8. υγεία, δύναμη

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.