engine
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɛnd͡ʒɪn/ (βρετανικό) (αμερικανικό)
- ⓘ
Ουσιαστικό
engine (en)
- μηχανή
- (πληροφορική) εξειδικευμένο τμήμα λογισμικού που εξυπηρετεί συγκεκριμένες λειτουργίες
-
engine στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.