engine

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɛnd͡ʒɪn/ (βρετανικό) (αμερικανικό)
 

Ουσιαστικό

engine (en)

  1. μηχανή
  2. (πληροφορική) εξειδικευμένο τμήμα λογισμικού που εξυπηρετεί συγκεκριμένες λειτουργίες
    υπώνυμα: core engine, graphics engine, search engine

  • engine στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.