μηχανο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μηχανο- < μηχαν(ή) + -ο-. Για σύγχρονους όρους, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mécano-[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.xa.no/

Πρόθημα

μηχανο-

α΄ συνθετικό λέξεων που σχετίζονται με :
  1. τη χρήση ή τη λειτουργία μιας μηχανής
  2. το πρόσωπο που χειρίζεται μηχανή
  3. τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή
  4. τους νόμους και τις αρχές της μηχανικής

Αντώνυμα

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μηχανο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μηχανό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μηχαν- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.