μηχανόβιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μηχανόβιος | η | μηχανόβια | το | μηχανόβιο |
| γενική | του | μηχανόβιου | της | μηχανόβιας | του | μηχανόβιου |
| αιτιατική | τον | μηχανόβιο | τη | μηχανόβια | το | μηχανόβιο |
| κλητική | μηχανόβιε | μηχανόβια | μηχανόβιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μηχανόβιοι | οι | μηχανόβιες | τα | μηχανόβια |
| γενική | των | μηχανόβιων | των | μηχανόβιων | των | μηχανόβιων |
| αιτιατική | τους | μηχανόβιους | τις | μηχανόβιες | τα | μηχανόβια |
| κλητική | μηχανόβιοι | μηχανόβιες | μηχανόβια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.xaˈno.vi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χα‐νό‐βι‐ος
Επίθετο
μηχανόβιος, -α, -ο
- (για πρόσωπο, συχνά και ως ουσιαστικό) που χρησιμοποιεί ως μεταφορικό μέσο τη μηχανή (τη μοτοσικλέτα) και αυτό του έχει γίνει τρόπος ζωής
Πηγές
- μηχανόβιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.