-μηχανή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -μηχαής | η | -μηχαής | το | -μηχαές |
| γενική | του | -μηχαούς* | της | -μηχαούς | του | -μηχαούς |
| αιτιατική | τον | -μηχαή | τη(ν) | -μηχαή | το | -μηχαές |
| κλητική | -μηχαή(ς) | -μηχαής | -μηχαές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -μηχαείς | οι | -μηχαείς | τα | -μηχαή |
| γενική | των | -μηχαών | των | -μηχαών | των | -μηχαών |
| αιτιατική | τους | -μηχαείς | τις | -μηχαείς | τα | -μηχαή |
| κλητική | -μηχαείς | -μηχαείς | -μηχαή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.xaˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μη‐χα‐νή
Επίθημα
-μηχανή θηλυκό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε μηχανή η οποία
- κινείται με συγκεκριμένο καύσιμο ή τρόπο
- ατμομηχανή, βενζινομηχανή, ντιζελομηχανή
- χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό
- κινείται με συγκεκριμένο καύσιμο ή τρόπο
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μηχανή στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-μηχανή" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -μηχανή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.