εκβιομηχανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκβιομηχανίζω < εκ- + βιομηχανία + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική industrialiser)
Συγγενικά
- εκβιομηχάνιση
- εκβιομηχανισμός
- → δείτε τις λέξεις εκ, βιομηχανία, βίος και μηχανή
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκβιομηχανίζω | εκβιομηχάνιζα | θα εκβιομηχανίζω | να εκβιομηχανίζω | εκβιομηχανίζοντας | |
| β' ενικ. | εκβιομηχανίζεις | εκβιομηχάνιζες | θα εκβιομηχανίζεις | να εκβιομηχανίζεις | εκβιομηχάνιζε | |
| γ' ενικ. | εκβιομηχανίζει | εκβιομηχάνιζε | θα εκβιομηχανίζει | να εκβιομηχανίζει | ||
| α' πληθ. | εκβιομηχανίζουμε | εκβιομηχανίζαμε | θα εκβιομηχανίζουμε | να εκβιομηχανίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκβιομηχανίζετε | εκβιομηχανίζατε | θα εκβιομηχανίζετε | να εκβιομηχανίζετε | εκβιομηχανίζετε | |
| γ' πληθ. | εκβιομηχανίζουν(ε) | εκβιομηχάνιζαν εκβιομηχανίζαν(ε) |
θα εκβιομηχανίζουν(ε) | να εκβιομηχανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκβιομηχάνισα | θα εκβιομηχανίσω | να εκβιομηχανίσω | εκβιομηχανίσει | ||
| β' ενικ. | εκβιομηχάνισες | θα εκβιομηχανίσεις | να εκβιομηχανίσεις | εκβιομηχάνισε | ||
| γ' ενικ. | εκβιομηχάνισε | θα εκβιομηχανίσει | να εκβιομηχανίσει | |||
| α' πληθ. | εκβιομηχανίσαμε | θα εκβιομηχανίσουμε | να εκβιομηχανίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκβιομηχανίσατε | θα εκβιομηχανίσετε | να εκβιομηχανίσετε | εκβιομηχανίστε | ||
| γ' πληθ. | εκβιομηχάνισαν εκβιομηχανίσαν(ε) |
θα εκβιομηχανίσουν(ε) | να εκβιομηχανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκβιομηχανίσει | είχα εκβιομηχανίσει | θα έχω εκβιομηχανίσει | να έχω εκβιομηχανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκβιομηχανίσει | είχες εκβιομηχανίσει | θα έχεις εκβιομηχανίσει | να έχεις εκβιομηχανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκβιομηχανίσει | είχε εκβιομηχανίσει | θα έχει εκβιομηχανίσει | να έχει εκβιομηχανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκβιομηχανίσει | είχαμε εκβιομηχανίσει | θα έχουμε εκβιομηχανίσει | να έχουμε εκβιομηχανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκβιομηχανίσει | είχατε εκβιομηχανίσει | θα έχετε εκβιομηχανίσει | να έχετε εκβιομηχανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκβιομηχανίσει | είχαν εκβιομηχανίσει | θα έχουν εκβιομηχανίσει | να έχουν εκβιομηχανίσει |
| |
Μεταφράσεις
εκβιομηχανίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.