εκμηχανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- εκμηχάνιση
- εκμηχανισμός
- → δείτε τη λέξη μηχανή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκμηχανίζω | εκμηχάνιζα | θα εκμηχανίζω | να εκμηχανίζω | εκμηχανίζοντας | |
| β' ενικ. | εκμηχανίζεις | εκμηχάνιζες | θα εκμηχανίζεις | να εκμηχανίζεις | εκμηχάνιζε | |
| γ' ενικ. | εκμηχανίζει | εκμηχάνιζε | θα εκμηχανίζει | να εκμηχανίζει | ||
| α' πληθ. | εκμηχανίζουμε | εκμηχανίζαμε | θα εκμηχανίζουμε | να εκμηχανίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκμηχανίζετε | εκμηχανίζατε | θα εκμηχανίζετε | να εκμηχανίζετε | εκμηχανίζετε | |
| γ' πληθ. | εκμηχανίζουν(ε) | εκμηχάνιζαν εκμηχανίζαν(ε) |
θα εκμηχανίζουν(ε) | να εκμηχανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκμηχάνισα | θα εκμηχανίσω | να εκμηχανίσω | εκμηχανίσει | ||
| β' ενικ. | εκμηχάνισες | θα εκμηχανίσεις | να εκμηχανίσεις | εκμηχάνισε | ||
| γ' ενικ. | εκμηχάνισε | θα εκμηχανίσει | να εκμηχανίσει | |||
| α' πληθ. | εκμηχανίσαμε | θα εκμηχανίσουμε | να εκμηχανίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκμηχανίσατε | θα εκμηχανίσετε | να εκμηχανίσετε | εκμηχανίστε | ||
| γ' πληθ. | εκμηχάνισαν εκμηχανίσαν(ε) |
θα εκμηχανίσουν(ε) | να εκμηχανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκμηχανίσει | είχα εκμηχανίσει | θα έχω εκμηχανίσει | να έχω εκμηχανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκμηχανίσει | είχες εκμηχανίσει | θα έχεις εκμηχανίσει | να έχεις εκμηχανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκμηχανίσει | είχε εκμηχανίσει | θα έχει εκμηχανίσει | να έχει εκμηχανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκμηχανίσει | είχαμε εκμηχανίσει | θα έχουμε εκμηχανίσει | να έχουμε εκμηχανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκμηχανίσει | είχατε εκμηχανίσει | θα έχετε εκμηχανίσει | να έχετε εκμηχανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκμηχανίσει | είχαν εκμηχανίσει | θα έχουν εκμηχανίσει | να έχουν εκμηχανίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.