μηχανέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μηχανέλαιο | τα | μηχανέλαια |
| γενική | του | μηχανέλαιου & μηχανελαίου |
των | μηχανέλαιων & μηχανελαίων |
| αιτιατική | το | μηχανέλαιο | τα | μηχανέλαια |
| κλητική | μηχανέλαιο | μηχανέλαια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μηχανέλαιο ουδέτερο
- λάδι μηχανής, που είναι κατάλληλο για μηχανή ή που προέρχεται από μηχανή
Μεταφράσεις
μηχανέλαιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.