βιομήχανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | βιομήχανος | οι | βιομήχανοι |
| γενική | του/της του |
βιομηχάνου βιομήχανου |
των | βιομηχάνων & βιομήχανων |
| αιτιατική | τον/τη | βιομήχανο | τους/τις τους |
βιομηχάνους βιομήχανους |
| κλητική | βιομήχανε | βιομήχανοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιομήχανος < αρχαία ελληνική βιομήχανος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική industriel
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'βιομήχανος' στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βιομήχανος | τὸ | βιομήχανον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βιομηχάνου | τοῦ | βιομηχάνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βιομηχάνῳ | τῷ | βιομηχάνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βιομήχανον | τὸ | βιομήχανον | ||
| κλητική ὦ! | βιομήχανε | βιομήχανον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βιομήχανοι | τὰ | βιομήχανᾰ | ||
| γενική | τῶν | βιομηχάνων | τῶν | βιομηχάνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βιομηχάνοις | τοῖς | βιομηχάνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βιομηχάνους | τὰ | βιομήχανᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βιομήχανοι | βιομήχανᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιομηχάνω | τὼ | βιομηχάνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βιομηχάνοιν | τοῖν | βιομηχάνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βιομήχανος, -ος, -ον
Πηγές
- βιομήχανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.