από μηχανής θεός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | από μηχανής θεός | οι | από μηχανής θεοί |
| γενική | του | από μηχανής θεού | των | από μηχανής θεών |
| αιτιατική | τον | από μηχανής θεό | τους | από μηχανής θεούς |
| κλητική | από μηχανής θεέ | από μηχανής θεοί | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
μακέτα που απεικονίζει τον από μηχανής θεό στο αρχαίο θέατρο
Ετυμολογία
- από μηχανής θεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπὸ μηχανῆς θεός → δείτε τις λέξεις από, μηχανή και θεός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po‿mi.xaˈnis θeˈos/
Πολυλεκτικός όρος
από μηχανής θεός αρσενικό
- (θέατρο, στην αρχαία τραγωδία) θεϊκό πρόσωπο που εμφανίζεται στο τέλος του έργου για να δώσει λύση στο αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί η δράση· για να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά, χρησιμοποιούνταν ένας ξύλινος γερανός (μηχανή)
- (μεταφορικά) απρόσμενος σωτήρας
Μεταφράσεις
από μηχανής θεός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.