κρεατομηχανή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρεατομηχανή | οι | κρεατομηχανές |
| γενική | της | κρεατομηχανής | των | κρεατομηχανών |
| αιτιατική | την | κρεατομηχανή | τις | κρεατομηχανές |
| κλητική | κρεατομηχανή | κρεατομηχανές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια κρεατομηχανή χειρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾe.a.to.mi.xaˈni/
Ουσιαστικό
κρεατομηχανή θηλυκό
- μηχανή για το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομματάκια, μηχανή του κιμά
- (μεταφορικά) οτιδήποτε (κουτσομπολιά, δημοσιεύματα κ.ά.) που εξουθενώνουν ή εξευτελίζουν κάποιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.