υπηρεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπηρεσία οι υπηρεσίες
      γενική της υπηρεσίας των υπηρεσιών
    αιτιατική την υπηρεσία τις υπηρεσίες
     κλητική υπηρεσία υπηρεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπηρεσία < αρχαία ελληνική ὑπηρεσία

Ουσιαστικό

υπηρεσία θηλυκό

  1. η προσφορά έργου για έναν σκοπό
    ο επιστήμονας αυτός τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του στην ανθρωπότητα
  2. τομέας της δημόσιας διοίκησης, δημόσια υπηρεσία
    η υπηρεσία μας θα παραμείνει κλειστή για το κοινό τις επόμενες δύο ημέρες
  3. η εργασία στη δημόσια διοίκηση
    επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία μετά από μακρά ασθένεια
  4. (πληθυντικός) ο τριτογενής τομέας των οικονομικών δραστηριοτήτων
  5. η εργασία που ανατίθεται περιοδικά σε υπαλλήλους πέραν του συνηθισμένου ωραρίου
  6. (στρατιωτική αργκό) η σκοπιά και άλλες υπηρεσίες
  7. (προφορικό, επάγγελμα) η υπηρέτρια
  8. (πληροφορική) το αποτέλεσμα που λαμβάνει ένα πρόγραμμα, μιά μηχανή από την λειτουργία ενός άλλου προγράμματος ή μηχανής
    υπώνυμα: διαδικτυακή υπηρεσία

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.