μηχανικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μηχανικά < μηχανικός

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.xa.niˈka/

Επίρρημα

μηχανικά (τροπικό)

  1. σύμφωνα με του νόμους και τις αρχές της μηχανικής
     συνώνυμα: τεχνικά
  2. (μεταφορικά) χωρίς σκέψη ή θέληση
     συνώνυμα: ασυναίσθητα, αυτόματα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μηχανικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.