μηχανογράφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανογράφηση οι μηχανογραφήσεις
      γενική της μηχανογράφησης* των μηχανογραφήσεων
    αιτιατική τη μηχανογράφηση τις μηχανογραφήσεις
     κλητική μηχανογράφηση μηχανογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μηχανογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχανογράφηση < μηχανο- + -γράφηση

Ουσιαστικό

μηχανογράφηση θηλυκό

  • η καταγραφή και επεξεργασία δεδομένων (όπως λογιστηρίου, αποθήκης, παραγωγής, αποστολής) με ηλεκτρονικό υπολογιστή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.