κινητήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κινητήρας | οι | κινητήρες |
| γενική | του | κινητήρα | των | κινητήρων |
| αιτιατική | τον | κινητήρα | τους | κινητήρες |
| κλητική | κινητήρα | κινητήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δεκατεσσερακύλινδρος αερόψυκτος υπερτροφοδοτούμενος ακτινωτός κινητήρας δύο σειρών Tumansky M-85, με άδεια από την Gnome-Rhôhe 14K για χρηση στα σοβιετικά αεροσκάφη Sukhoi Su-2.
Ετυμολογία
- κινητήρας < αρχαία ελληνική κινητήρ
Ουσιαστικό
κινητήρας αρσενικό
- (μηχανολογία): οποιαδήποτε μηχανή που το παραγόμενο ωφέλιμο έργο της είναι μηχανική ενέργεια ή κινητήριο έργο, ανάλογα δε της μορφής ενέργειας που λαμβάνει και καταναλώνει χαρακτηρίζεται επιπρόσθετα και με αντίστοιχη ή σύνθετη ονομασία.
Συνώνυμα
- κινητήρια μηχανή
- μοτέρ
Σύνθετα
- ανεμοκινητήρας
- βενζινοκινητήρας
- ηλεκτροκινητήρας
- πετρελαιοκινητήρας
- υδροκινητήρας
- ατμοκινητήρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.