μεγαλοβιομήχανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μεγαλοβιομήχανος οι μεγαλοβιομήχανοι
      γενική του/της
του
μεγαλοβιομηχάνου
μεγαλοβιομήχανου
των μεγαλοβιομηχάνων
    αιτιατική τον/τη μεγαλοβιομήχανο τους/τις
τους
μεγαλοβιομηχάνους
μεγαλοβιομήχανους
     κλητική μεγαλοβιομήχανε μεγαλοβιομήχανοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλοβιομήχανος < μεγαλο- + βιομήχανος

Ουσιαστικό

μεγαλοβιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.