παραμελημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραμελημένος | η | παραμελημένη | το | παραμελημένο |
| γενική | του | παραμελημένου | της | παραμελημένης | του | παραμελημένου |
| αιτιατική | τον | παραμελημένο | την | παραμελημένη | το | παραμελημένο |
| κλητική | παραμελημένε | παραμελημένη | παραμελημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραμελημένοι | οι | παραμελημένες | τα | παραμελημένα |
| γενική | των | παραμελημένων | των | παραμελημένων | των | παραμελημένων |
| αιτιατική | τους | παραμελημένους | τις | παραμελημένες | τα | παραμελημένα |
| κλητική | παραμελημένοι | παραμελημένες | παραμελημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραμελημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραμελώ
Μετοχή
παραμελημένος, -η, -ο
- αυτός που έχει παραμεληθεί, που δεν τον φροντίζει κανείς, συχνά που δεν μπορεί να φροντίσει, να περιποιηθεί ούτε ο ίδιος τον εαυτό του
- το έχουν πολύ παραμελημένο το παιδί τους
- η κυρία Μαρία πάντα φρόντιζε την εμφάνισή της, αλλά αφέθηκε -την είδα χτες στο δρόμο τελείως παραμελημένη
Συγγενικά
- παραμελούμενος
- παραμελών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.