παραμελημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμελημένος η παραμελημένη το παραμελημένο
      γενική του παραμελημένου της παραμελημένης του παραμελημένου
    αιτιατική τον παραμελημένο την παραμελημένη το παραμελημένο
     κλητική παραμελημένε παραμελημένη παραμελημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμελημένοι οι παραμελημένες τα παραμελημένα
      γενική των παραμελημένων των παραμελημένων των παραμελημένων
    αιτιατική τους παραμελημένους τις παραμελημένες τα παραμελημένα
     κλητική παραμελημένοι παραμελημένες παραμελημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραμελημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραμελώ

Μετοχή

παραμελημένος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει παραμεληθεί, που δεν τον φροντίζει κανείς, συχνά που δεν μπορεί να φροντίσει, να περιποιηθεί ούτε ο ίδιος τον εαυτό του
    το έχουν πολύ παραμελημένο το παιδί τους
    η κυρία Μαρία πάντα φρόντιζε την εμφάνισή της, αλλά αφέθηκε -την είδα χτες στο δρόμο τελείως παραμελημένη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.