δειλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δειλός η δειλή το δειλό
      γενική του δειλού της δειλής του δειλού
    αιτιατική τον δειλό τη δειλή το δειλό
     κλητική δειλέ δειλή δειλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δειλοί οι δειλές τα δειλά
      γενική των δειλών των δειλών των δειλών
    αιτιατική τους δειλούς τις δειλές τα δειλά
     κλητική δειλοί δειλές δειλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δειλός < αρχαία ελληνική δειλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwey- (φοβάμαι)

Επίθετο

δειλός, -ή, -ό

  1. που δεν έχει θάρρος, που δεν τολμά να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο
     αντώνυμα: γενναίος, θαρραλέος, τολμηρός
  2. που του λείπει η αποφασιστικότητα, που διστάζει ή που ντρέπεται
    δειλή προσπάθεια, δειλή ματιά
    είναι δειλός με τα κορίτσια

Συγγενικά

Σύνθετα

παροιμίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.