ανάλαφρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάλαφρος | η | ανάλαφρη | το | ανάλαφρο |
| γενική | του | ανάλαφρου | της | ανάλαφρης | του | ανάλαφρου |
| αιτιατική | τον | ανάλαφρο | την | ανάλαφρη | το | ανάλαφρο |
| κλητική | ανάλαφρε | ανάλαφρη | ανάλαφρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάλαφροι | οι | ανάλαφρες | τα | ανάλαφρα |
| γενική | των | ανάλαφρων | των | ανάλαφρων | των | ανάλαφρων |
| αιτιατική | τους | ανάλαφρους | τις | ανάλαφρες | τα | ανάλαφρα |
| κλητική | ανάλαφροι | ανάλαφρες | ανάλαφρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανάλαφρος < ανά- και αλαφρός < μεσαιωνική ελληνική ἀλαφρός
Επίθετο
ανάλαφρος
- ο ελαφρύς
- Έχει ανάλαφρο περπάτημα
- ο ελαφρύς στη συμπεριφορά, όχι ανόητος, αλλά γενικά όχι βαρύς
- Είναι ανάλαφρος άνθρωπος, δεν θέλει να σε κουράζει με βαθυστόχαστα αλλά ούτε να κουράζεται κι αυτός
- ανάλαφρος στοχαστής
- ο ήπιος, όχι έντονος, ίσα που τον καταλαβαίνεις
- Μας δρόσισε λίγο ένα ανάλαφρο αεράκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.