κίναιδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κίναιδος | οι | κίναιδοι |
| γενική | του | κίναιδου | των | κίναιδων |
| αιτιατική | τον | κίναιδο | τους | κίναιδους |
| κλητική | κίναιδε | κίναιδοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κίναιδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίναιδος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κίναιδος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Ετυμολογία
- κίναιδος < αβέβαιης ετυμολογίας Ο Γαληνός παραθέτοντας τον Αρχιγένη έγραψε ότι είναι συριακή λέξη (Gal. 12,800). Ίσως προελληνική λέξη (Beekes, 2010). Υπάρχει και η πρόταση < κινέω / κινῶ + αἰδώς ή αἰδοῖον. Όμως το -ι- στη λέξη κίναιδος είναι βραχύ (ῐ) ενώ στη λέξη κινῶ μακρό (ῑ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- κίναιδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κίναιδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.