υποχωρητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποχωρητικός η υποχωρητική το υποχωρητικό
      γενική του υποχωρητικού της υποχωρητικής του υποχωρητικού
    αιτιατική τον υποχωρητικό την υποχωρητική το υποχωρητικό
     κλητική υποχωρητικέ υποχωρητική υποχωρητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποχωρητικοί οι υποχωρητικές τα υποχωρητικά
      γενική των υποχωρητικών των υποχωρητικών των υποχωρητικών
    αιτιατική τους υποχωρητικούς τις υποχωρητικές τα υποχωρητικά
     κλητική υποχωρητικοί υποχωρητικές υποχωρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποχωρητικός < λείπει η ετυμολογία[1]

Επίθετο

υποχωρητικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.