μαλακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαλακτικός η μαλακτική το μαλακτικό
      γενική του μαλακτικού της μαλακτικής του μαλακτικού
    αιτιατική τον μαλακτικό τη μαλακτική το μαλακτικό
     κλητική μαλακτικέ μαλακτική μαλακτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαλακτικοί οι μαλακτικές τα μαλακτικά
      γενική των μαλακτικών των μαλακτικών των μαλακτικών
    αιτιατική τους μαλακτικούς τις μαλακτικές τα μαλακτικά
     κλητική μαλακτικοί μαλακτικές μαλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαλακτικός < αρχαία ελληνική μαλακτικός

Επίθετο

μαλακτικός

  1. που μαλακώνει (κάνει πιο μαλακό)
    μαλακτική κρέμα για τα μαλλιά
  2. που μαλακώνει τον λαιμό και το πεπτικό σύστημα και καταπραΰνει τον πόνο, τον βήχα, που λειτουργεί ως αποχρεμπτικό, βλεννολυτικό κλπ
    Το σαλέπι χρησιμοποιείται κυρίως στην Ανατολή αλλά και στην Ελλάδα ως χειμωνιάτικο θερμαντικό, μαλακτικό και θρεπτικό πρωινό ρόφημα (από το λήμμα της Βικιπαίδειας Σαλέπι)
    το μέλι μαλακώνει τον ξερόβηχα, αλλά και τα αποχρεμπτικά και βλεννολυτικά φαρμακευτικά σκευάσματα είναι επίσης μαλακτικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.