μαλακίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαλακίζομαι < αρχαία ελληνική μαλακίζομαι < μαλακία
Ρήμα
μαλακίζομαι, πρτ.: μαλακιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μαλακιστώ, αόρ.: μαλακίστηκα, μτχ.π.π.: μαλακισμένος
- (οικείο) αυνανίζομαι, αυτοϊκανοποιούμαι
- (οικείο) περνώ ασκοπα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα παραγωγικό ή χρήσιμο
- (οικείο) κάνω μαλακίες, χοντρά λάθη
Μεταφράσεις
μαλακίζομαι
αυνανίζομαι, το(ν) παίζωκάνω χαζομάρες ή παιχνιδισμούςενεργώ άσκοπα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.