μαλθακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαλθακός | η | μαλθακή | το | μαλθακό |
| γενική | του | μαλθακού | της | μαλθακής | του | μαλθακού |
| αιτιατική | τον | μαλθακό | τη | μαλθακή | το | μαλθακό |
| κλητική | μαλθακέ | μαλθακή | μαλθακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαλθακοί | οι | μαλθακές | τα | μαλθακά |
| γενική | των | μαλθακών | των | μαλθακών | των | μαλθακών |
| αιτιατική | τους | μαλθακούς | τις | μαλθακές | τα | μαλθακά |
| κλητική | μαλθακοί | μαλθακές | μαλθακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαλθακός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαλθακός (μαλακός (στην αφή)· δειλός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /mal.θaˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαλ‐θα‐κός
Επίθετο
μαλθακός, -ή, -ό
- που δεν δείχνει καμία ενεργητικότητα ή ζωτικότητα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις τρυφηλός, αβροδίαιτος και ράθυμος
- που έχει συνηθίσει στις ανέσεις
- (ιατρική) μαλακός
- ↪ η μαλθακή υπερώα, η σκληρή υπερώα
- ↪ σκλήρυνση της μαλθακής υπερώας
Συγγενικά
- απομαλθακώνω
- μαλθακά (επίρρημα)
- μαλθακότητα
- μαλθακώνω, μαλθακώνομαι
Πηγές
- μαλθακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαλθακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| μαλθᾰκο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | μαλθακός | ἡ | μαλθακή | τὸ | μαλθακόν | |
| γενική | τοῦ | μαλθακοῦ | τῆς | μαλθακῆς | τοῦ | μαλθακοῦ | |
| δοτική | τῷ | μαλθακῷ | τῇ | μαλθακῇ | τῷ | μαλθακῷ | |
| αιτιατική | τὸν | μαλθακόν | τὴν | μαλθακήν | τὸ | μαλθακόν | |
| κλητική ὦ! | μαλθακέ | μαλθακή | μαλθακόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | μαλθακοί | αἱ | μαλθακαί | τὰ | μαλθακᾰ́ | |
| γενική | τῶν | μαλθακῶν | τῶν | μαλθακῶν | τῶν | μαλθακῶν | |
| δοτική | τοῖς | μαλθακοῖς | ταῖς | μαλθακαῖς | τοῖς | μαλθακοῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | μαλθακούς | τὰς | μαλθακᾱ́ς | τὰ | μαλθακᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | μαλθακοί | μαλθακαί | μαλθακᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαλθακώ | τὼ | μαλθακᾱ́ | τὼ | μαλθακώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | μαλθακοῖν | τοῖν | μαλθακαῖν | τοῖν | μαλθακοῖν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
- μαλθακός < → λείπει η ετυμολογία [1]
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
μαλθακ-
μαλθακ-
- ἀμάλθακτος
- ἀμαλθεύω
- ἀπομαλθακίζομαι
- ἀπομαλθακόομαι
- ἐκμάλθαξις
- ἐκμαλθακόω
- ἐπιμάλθα
- καταμαλθακίζομαι
- καταμαλθάσσω
- μάλθα
- μαλθάζω
- μαλθαίνω
- μαλθακευνία
- μαλθακεύομαι
- Μαλθακή
- μαλθακηρός
- μαλθακία
- μαλθακίζομαι
- μαλθακίζω
- μαλθάκινος
- μαλθακιστέα
- μαλθακιστέον
- μαλθακιστέος
- μαλθακός
- μαλθακότης
- μαλθακόφωνος
- μαλθακόω
- μαλθακτήριον
- μαλθακτήριος
- μαλθακτικός
- μαλθακύνω
- μαλθακώδης
- μαλθακῶς
- μάλθαξις
- μαλθάσσω
- μάλθη
- μαλθόω
- μαλθώδης
- μάλθων
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μαλθακός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαλθακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.