μαλακία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαλακία | οι | μαλακίες |
| γενική | της | μαλακίας | των | μαλακιών |
| αιτιατική | τη | μαλακία | τις | μαλακίες |
| κλητική | μαλακία | μαλακίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαλακία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαλακία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μαλακία
Ουσιαστικό
μαλακία θηλυκό
- ο αυνανισμός
- η αποχαύνωση από αυνανισμό
- η ηλίθια ή ανούσια πράξη
- (συνήθως στον πληθυντικό) ο ανούσιος, βλακώδης λόγος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μαλάκα (είδος τυριού)
- μαλάκας
- μαλακίζομαι
- και → δείτε τη λέξη μαλακός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μαλακία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαλακία
Πηγές
- μαλακία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μαλακίᾱ | αἱ | μαλακίαι |
| γενική | τῆς | μαλακίᾱς | τῶν | μαλακιῶν |
| δοτική | τῇ | μαλακίᾳ | ταῖς | μαλακίαις |
| αιτιατική | τὴν | μαλακίᾱν | τὰς | μαλακίᾱς |
| κλητική ὦ! | μαλακίᾱ | μαλακίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαλακίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μαλακίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαλακία θηλυκό
- μαλακότητα, τρυφερότητα
- (ελληνιστική κοινή)
- αδυναμία, ατονία
- μαλθακότητα, εκθήλυνση, θηλυπρέπεια
- νηνεμία, ηρεμία θάλασσας
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ λατινικά: malacia → ιταλικά: bonaccia → νέα ελληνικά: μπουνάτσα
Συγγενικά
- ἀμαλακιστία
- μαλακιάω
- μαλακίζομαι
- μαλακύνω
- και → δείτε τη λέξη μαλακός
Πηγές
- μαλακία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαλακία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.