ήρεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ήρεμος | η | ήρεμη | το | ήρεμο |
| γενική | του | ήρεμου | της | ήρεμης | του | ήρεμου |
| αιτιατική | τον | ήρεμο | την | ήρεμη | το | ήρεμο |
| κλητική | ήρεμε | ήρεμη | ήρεμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ήρεμοι | οι | ήρεμες | τα | ήρεμα |
| γενική | των | ήρεμων | των | ήρεμων | των | ήρεμων |
| αιτιατική | τους | ήρεμους | τις | ήρεμες | τα | ήρεμα |
| κλητική | ήρεμοι | ήρεμες | ήρεμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ήρεμος < ελληνιστική κοινή ἤρεμος[1][2] < αρχαία ελληνική ἠρεμαῖος < ἠρέμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rem- (ηρεμώ, ξεκουράζομαι). Διαφορετικό το ήμερος.
Επίθετο
ήρεμος, -η, -ο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ήρεμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.