ήρεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ήρεμος η ήρεμη το ήρεμο
      γενική του ήρεμου της ήρεμης του ήρεμου
    αιτιατική τον ήρεμο την ήρεμη το ήρεμο
     κλητική ήρεμε ήρεμη ήρεμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ήρεμοι οι ήρεμες τα ήρεμα
      γενική των ήρεμων των ήρεμων των ήρεμων
    αιτιατική τους ήρεμους τις ήρεμες τα ήρεμα
     κλητική ήρεμοι ήρεμες ήρεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ήρεμος < ελληνιστική κοινή ἤρεμος[1][2] < αρχαία ελληνική ἠρεμαῖος < ἠρέμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rem- (ηρεμώ, ξεκουράζομαι). Διαφορετικό το ήμερος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ɾe.mos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈi.ɾe.mi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈi.ɾe.mo/ ουδέτερο

Επίθετο

ήρεμος, -η, -ο

  1. χωρίς ταραχή και αναστάτωση
     συνώνυμα: αγαληνός, αγάλιος, αδιατάρακτος, α(νε)κύμα(ν)τος, ατάραχος, γαλήνιος, γαληνός, ήσυχος
     αντώνυμα: ταραγμένος
  2. (για άνθρωπο) που αντιδρά με ήπιο τρόπο στα ερεθίσματα
     συνώνυμα: απαθής, ατάραχος, ήσυχος, νηφάλιος, πράος, συγκεντρωμένος, ψύχραιμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ήρεμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.