μαλάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαλάσσω
Ρήμα
μαλάσσω, αόρ.: μάλαξα, παθ.φωνή: μαλάσσομαι, π.αόρ.: μαλάχτηκα, μτχ.π.π.: μαλαγμένος
- μαλάζω, κάνω μασάζ σε κάποιον, εντριβή, τον γυμνάζω, του κάνω ή κάνω στον ευατό μου μαλάξεις
- Η άσκηση αυτή μαλάσσει τα εσωτερικά όργανα και τονώνει όλο το πεπτικό
- του μαλακώνω την καρδιά
- (μεσαιωνική έννοια) τρίβω, μαλάζω όπως και σήμερα, αλλά και επεξεργάζομαι αντικείμενο ή και μια σκέψη
Συγγενικά
- μάλαγμα, μάλαμα
- μαλάκτης
- μαλακτικός
- μαλακώνω
- μαλάκωμα
- μάλαξη, χειρομάλαξη, ηλεκτρομάλαξη
→ και δείτε τη λέξη μαλακός
Κλίση
- → δείτε και τη λέξη μαλάζω
- → λείπει η κλίση
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μαλάσσω < μαλακός + jω
- αττικός τύπος : μαλάττω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- μαλάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαλάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.