απαλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαλός η απαλή το απαλό
      γενική του απαλού της απαλής του απαλού
    αιτιατική τον απαλό την απαλή το απαλό
     κλητική απαλέ απαλή απαλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαλοί οι απαλές τα απαλά
      γενική των απαλών των απαλών των απαλών
    αιτιατική τους απαλούς τις απαλές τα απαλά
     κλητική απαλοί απαλές απαλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁπαλός

Επίθετο

απαλός, -ή, -ό

  1. που μας ευχαριστεί όταν τον ακουμπάμε ή τον αισθανόμαστε
     συνώνυμα: μαλακός
     αντώνυμα: σκληρός, τραχύς
  2. (μεταφορικά) που δεν είναι πολύ έντονος
     αντώνυμα: έντονος

Συγγενικά

  • απαλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα απαλο- στο Βικιλεξικό

όπως

  • απαλογέρνω
  • απαλόγερτος
  • απαλόγραμμος
  • απαλόηχος
  • απαλόπνοος
  • απαλόσαρκος
  • απαλοσβήνω
  • απαλοσίτι
  • απαλοστρώνω
  • απαλόστρωτος
  • απαλότρεμος
  • απαλοφάνταστος
  • απαλοφλοίσβητος
  • απαλοχαϊδεύω
  • απαλόχνουδος
  • απαλόχρωμος

}

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.