κρατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρατώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρατῶ[1], συνηρημένος τύπος του κρατέω < κράτος
Ρήμα
κρατώ/κρατάω, αόρ.: κράτησα, παθ.φωνή: κρατιέμαι/κρατούμαι, π.αόρ.: κρατήθηκα, μτχ.π.π.: κρατημένος
- έχω στο χέρι μου κάτι ή το έχω μαζί μου ή το κρατώ μεταφορικά, το έχω στη διάθεσή μου άμεσα και έμμεσα, ελέγχω, δεσμεύω, συγκρατώ
- κρατάω το σχοινί
- κρατάω αρκετά χρήματα
- κρατάω τον Παπαδόπουλο (στο κρατητηριο ή στο περιπολικό)
- κρατάει ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος του διευθυντή του
- τον κρατάει με τα στοιχεία που έχει εις βάρος του (τον έχει στο χέρι, τον ελέγχει)
- κρατάω τα παιδιά τους 8 με 4
- θα σας κρατήσω θέση
- δεν μπόρεσα να 'κρατήσω τα δάκρυά μου (δεν τα ήλεγξα, μου "έφυγαν")
- μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό;
- (μεταφορικά) αντέχω, υπομένω, δείχνω δύναμη, διαρκώ
- κράτα γερά, γιατί έχεις πολλή ανηφόρα μπροστά σου
- το αμαξάκι μου πάλιωσε αλλά κρατάει ακόμη
- η φωτιά δεν θα κρατήσει αν δεν ρίξουμε κι άλλα ξύλα
- διαρκώ
- πόσο κράτησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος;
- κατάγομαι
- η οικογένεια μου κρατάει απ' την Κωνσταντινούπολη
- επικρατώ, κυριαρχώ
- αυτός που κρατεί επί πάντων (ο Θεός)
- η αντίληψη που κρατεί περί των φαρμάκων ... - η κρατούσα αντίληψη
Εκφράσεις
- καλά κρατεί: για κάτι που διαρκεί, που εξακολουθεί και γίνεται, ενώ ίσως δεν θα έπρεπε
- Το πάρτι σπατάλης καλά κρατεί (τίτλος άρθρου από την εφημερίδα ΤΟ ΕΘΝΟΣ, 3/4/2011)
- κράτει οι μηχανές: παράγγελμα πλοιάρχου για να ακινητοποιηθεί το πλοίο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κρατάω - κρατώ | κρατούσα | θα κρατάω - κρατώ | να κρατάω - κρατώ | κρατώντας | |
| β' ενικ. | κρατάς - κρατείς | κρατούσες | θα κρατάς - κρατείς | να κρατάς - κρατείς | κράτα - κράτει | |
| γ' ενικ. | κρατάει - κρατά - κρατεί | κρατούσε | θα κρατάει - κρατά - κρατεί | να κρατάει - κρατά - κρατεί | ||
| α' πληθ. | κρατάμε - κρατούμε | κρατούσαμε | θα κρατάμε - κρατούμε | να κρατάμε - κρατούμε | ||
| β' πληθ. | κρατάτε - κρατείτε | κρατούσατε | θα κρατάτε - κρατείτε | να κρατάτε - κρατείτε | κρατάτε - κρατείτε | |
| γ' πληθ. | κρατάν(ε) - κρατούν(ε) | κρατούσαν | θα κρατάν(ε) - κρατούν(ε) | να κρατάν(ε) - κρατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κράτησα | θα κρατήσω | να κρατήσω | κρατήσει | ||
| β' ενικ. | κράτησες | θα κρατήσεις | να κρατήσεις | κράτα - κράτησε | ||
| γ' ενικ. | κράτησε | θα κρατήσει | να κρατήσει | |||
| α' πληθ. | κρατήσαμε | θα κρατήσουμε | να κρατήσουμε | |||
| β' πληθ. | κρατήσατε | θα κρατήσετε | να κρατήσετε | κρατήστε | ||
| γ' πληθ. | κράτησαν κρατήσαν(ε) |
θα κρατήσουν(ε) | να κρατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κρατήσει | είχα κρατήσει | θα έχω κρατήσει | να έχω κρατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κρατήσει | είχες κρατήσει | θα έχεις κρατήσει | να έχεις κρατήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κρατήσει | είχε κρατήσει | θα έχει κρατήσει | να έχει κρατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κρατήσει | είχαμε κρατήσει | θα έχουμε κρατήσει | να έχουμε κρατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κρατήσει | είχατε κρατήσει | θα έχετε κρατήσει | να έχετε κρατήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κρατήσει | είχαν κρατήσει | θα έχουν κρατήσει | να έχουν κρατήσει |
| |
- Λόγια μετοχή ενεστώτα: κρατών - κρατούσα - κρατούν
Μεταφράσεις
κρατώ
Αναφορές
- κρατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.