retain
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
retain
(en)
διατηρώ
κάτι στην κατοχή μου
διατηρώ
, συνεχίζω να κάνω κάτι όπως παλιότερα
συγκρατώ
στη μνήμη μου
κρατώ
ή
συγκρατώ
κάτι στη θέση του
έχω στις υπηρεσίες μου κάποιον δίνοντάς του μισθό ή προκαταβολή από την αμοιβή του
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.