retain

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

retain (en)

  1. διατηρώ κάτι στην κατοχή μου
  2. διατηρώ, συνεχίζω να κάνω κάτι όπως παλιότερα
  3. συγκρατώ στη μνήμη μου
  4. κρατώ ή συγκρατώ κάτι στη θέση του
  5. έχω στις υπηρεσίες μου κάποιον δίνοντάς του μισθό ή προκαταβολή από την αμοιβή του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.