κρατούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρατούμαι < παθητική φωνή του κρατώ ( < κρατοῦμαι στο πολυτονικό)

Ρήμα

κρατούμαι

  1. με κρατούν σε αστυνομικό τμήμα
    Οι ύποπτοι κρατούνται και ανακρίνονται
  2. (όχι για έμψυχα) καπαρώνομαι, παραγγέλλομαι, με κρατούν για το μέλλον, κρατιέμαι
    Οι θέσεις σας κρατούνταν μέχρι πριν από δύο ώρες, αλλά χάσατε τη διορία και τις διαθέσαμε σε άλλους ενδιαφερόμενους

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.