ter
Γαλλικά (fr)
Επίρρημα
ter
(fr)
για
τρίτη
φορά,
τρις
Επίθετο
ter
(fr)
άκλιτο
χρησιμοποιείται σε άρθρα, παραγράφους, αριθμούς κατοικιών σε δρόμους, κ.λπ. για να εκφράσει την τρίτη έκφραση με τον ίδιο αριθμό
Πορτογαλικά (pt)
Ρήμα
ter
(pt)
έχω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.