ελέγχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ελέγχω < αρχαία ελληνική ἐλέγχω < αβέβαιης ετυμολογίας· το ρήμα απαντά στην αρχαία αττική διάλεκτο με τη σημασία του εξακριβώνω, εξετάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈleŋ.xo/

Ρήμα

ελέγχω

  1. ασκώ έλεγχο σε κάποιον ή κάτι ως αρμόδια αρχή
    η εφορία ελέγχει τα λογιστικά βιβλία
  2. θέτω υπό έλεγχο ένα φαινόμενο ή μια κατάσταση περιορίζοντας τις διαστάσεις ή τις συνέπειες που έχει στα επιθυμητά ή ανεκτά επίπεδα
    οι πυροσβέστες κατάφεραν να ελέγξουν τη φωτιά
  3. πειθαρχώ, συγκρατώ
    είναι καλό να ελέγχω τις αντιδράσεις του θυμικού μου
  4. έχω τον έλεγχο μιας μηχανής, ενός οχήματος κλπ, ώστε να το κατευθύνω και να καθορίζω τη λειτουργία του
    ο οδηγός του φορτηγού δεν μπόρεσε να ελέγξει το βαρύ όχημα
  5. επιβάλλομαι, κυριαρχώ σε κάτι
    νευρική και ανυπότακτη φύση, κανένας δεν την ελέγχει, μόνο ο εαυτός της
  6. έχω την κυριαρχία, καθορίζω τι θα γίνει
    οι Αθηναίοι ήλεγχαν τα στενά του Ελλήσποντου
  7. επιπλήττω, αποδοκιμάζω κάποιον
    η συνείδησή μου με ελέγχει για ό,τι κάνω
  8. αξιολογώ, κρίνω διασταυρώνοντας
    ελέγχει πάντα τις πληροφορίες του

Συγγενικά

Κλίση

Σημείωση: Χρησιμοποιούνται και οι λόγιοι τύποι ήλεγχα για τον παρατατικό, ήλεγξα για τον αόριστο και ηλεγμένος για την μετοχή παθητικού παρακειμένου.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.