επικρατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επικρατώ < αρχαία ελληνική ἐπικρατέω / ἐπικρατῶ < ἐπί + κρατέω / κρατῶ < κράτος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.kɾaˈto/

Ρήμα

επικρατώ

  1. εμφανίζομαι ισχυρότερος από άλλον
     συνώνυμα: υπερισχύω, υπερτερώ
  2. νικώ
  3. (γ’ πρόσωπο) επικρατεί: υπάρχει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.