ακράτεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακράτεια | οι | ακράτειες |
| γενική | της | ακράτειας | των | ακρατειών |
| αιτιατική | την | ακράτεια | τις | ακράτειες |
| κλητική | ακράτεια | ακράτειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακράτεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκράτεια
- για τον ιατρικό όρο < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική incontinence
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈkɾa.ti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρά‐τει‐α
Ουσιαστικό
ακράτεια θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα αυτού που δεν μπορεί να ελέγξει τα πάθη του
- (ιατρική) η πάθηση ασθενούς ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατήσει τις απεκκρίσεις
- (ειδικότερα) η ακράτεια ούρων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ακράτεια
πάθηση ασθενούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.