κράτει
Νέα ελληνικά (el)

Ο «τηλέγραφος» του μηχανοστασίου του Θ/Κ Γ. Αβέρωφ, όπου διαβιβάζονταν οι εντολές κίνησης από την αντίστοιχη συσκευή στη γέφυρα του πλοίου. Στην κορυφή διακρίνεται η θέση κράτει.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkɾa.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐τει
- ομόηχο: κράτη
- τονικό παρώνυμο: κρατεί
Ετυμολογία 1
- κράτει! < ρήμα κρατώ (προστατική, → βλ. παρακάτω)
Έκφραση
κράτει!
- (ναυτικός όρος) εντολή της γέφυρας ενός πλοίου προς το μηχανοστάσιο για σταμάτημα της μηχανής ή των μηχανών του, λ.χ. όταν το σκάφος κάνει αναστροφή, από κίνηση πρόσω σε ανάποδα
- ↪ Κράτει η δεξιά (μηχανή) !
- σημείωση: δεν πρέπει να συγχέεται με την εντολή τέλος με τις μηχανές (finished with engines)
- κάνω κράτει : περιορίζω κάτι που κάνω, συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής
Ετυμολογία 2
- κράτει!: κλιτικός τύπος
Ρηματικός τύπος
κράτει
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του κρατώ
- εναλλακτικά: κράτα
Πηγές
- κράτει - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κράτει ουδέτερο
Ρηματικός τύπος
κράτει
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- τύποι με κρατει - Greek Word Study Tool @perseus.tufts.edu.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.